abductor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abductor abductors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abductor (en)

  1. ο απαγωγέας
     συνώνυμα: kidnapper
  2. (ανατομία) απαγωγός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη abduct

Πηγές[επεξεργασία]