abhor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | abhor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abhors |
αόριστος | abhorred |
παθητική μετοχή | abhorred |
ενεργητική μετοχή | abhorring |
Ρήμα[επεξεργασία]
abhor (en) (όχι στα continuous tenses)
- σιχαίνομαι, απεχθάνομαι, το βρίσκω απωθητικό