abhorrence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abhorrence (en)

  1. η απέχθεια
  2. κάτι που προκαλεί απέχθεια, αποκρουστικό πρόσωπο ή πράγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη abhor

Πηγές[επεξεργασία]