abis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abis (ro) ουδέτερο
- η άβυσσος
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του abis
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un abis | abisul | nişte abisuri | abisurile |
γενική | a unui abis | abisului | a unor abisuri | abisurilor |
δοτική | a unui abis | abisului | a unor abisuri | abisurilor |
αιτιατική | un abis | abisul | nişte abisuri | abisurile |
κλητική | — | - | — | - |