absorbé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | absorbé | absorbés |
θηλυκό | absorbée | absorbées |
absorbé (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
absorbé (fr)
- → δείτε τη λέξη absorber
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη absorber