abstentionniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abstentionniste | abstentionnistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abstentionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που δεν ψηφίζει
- υποστηρικτής της αποχής από μια εκλογή