acéré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acéré | acérés |
θηλυκό | acérée | acérées |
acéré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acéré | acérés |
θηλυκό | acérée | acérées |
acéré (fr)