acarophobie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acarophobie | acarophobies |
acarophobie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
acarophobie | acarophobies |
acarophobie (fr) θηλυκό