accent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accent accents

accent (en)

  1. o τόνος και το τονικό σημάδι στη γραφή
  2. η προφορά, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
  3. (μουσική) ο τονισμός ενός τμήματος του μέτρου ή ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας accent
γ΄ ενικό ενεστώτα accents
αόριστος accented
παθητική μετοχή accented
ενεργητική μετοχή accenting

accent (en)

  • τονίζω (υψώνω τον τόνο, δίνω έμφαση, βάζω το σημείο του τόνου σε μια λέξη που γράφω)

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accent accents

Ετυμολογία [επεξεργασία]

accent < λατινική accentus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ak.sɑ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accent (fr) αρσενικό

  1. ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
  2. η προφορά
    l’accent du Midi - η προφορά της Νότιας Γαλλίας
    accent national - εθνική προφορά
    accent anglais, italien, espéranto - αγγλική, ιταλική, εσπεραντική προφορά
  3. (γλωσσολογία) ο τόνος, το τονικό σημάδι στις λέξεις
  4. (μουσική) ο τονισμός ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας μέσω της αύξησης της έντασης ενός φθόγγου ή της διάρκειάς του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]