accessory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accessory < μέση αγγλική accessorie < μεσαιωνική λατινική accessorius < λατινική accessor < accessus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accessory (en)
- το εξάρτημα
Επίθετο[επεξεργασία]
accessory (en)