accidentellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accidentellement < accidentel
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ak.si.dɑ̃.tɛl.mɑ̃/
- ⓘ
Επίρρημα[επεξεργασία]
accidentellement (fr)