accompagnatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accompagnatrice | accompagnatrices |
accompagnatrice (fr) θηλυκό
- η συνοδός
ενικός | πληθυντικός |
accompagnatrice | accompagnatrices |
accompagnatrice (fr) θηλυκό