accouple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accouple accouples

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accouple (fr)

  • δεσμός με τον οποίο συγκρατιούνται δυο σκυλιά μεταξύ τους