accroitre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

accroitre (fr)

  • (ορθογραφία του 1990) → δείτε τη λέξη accroître