accuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας accuse
γ΄ ενικό ενεστώτα accuses
αόριστος accused
παθητική μετοχή accused
ενεργητική μετοχή accusing

Ρήμα[επεξεργασία]

accuse (en)

  • κατηγορώ
    I was forced to undertake his defense myself, because they unjustly accused him.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]