achalandage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
achalandage achalandages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

achalandage (fr) αρσενικό

  1. (νομικός όρος) η πελατεία
  2. (νομικός όρος) το σύνολο των εμπορευμάτων που παρουσιάζονται στο κοινό