achevé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | achevé | achevés |
θηλυκό | achevée | achevées |
achevé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | achevé | achevés |
θηλυκό | achevée | achevées |
achevé (fr)