achoppement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
achoppement | achoppements |
achoppement (fr) αρσενικό
- σκοντάψιμο, το αποτέλεσμα σκοντάματος