acompanhar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

acompanhar (pt) < από το απαρέμφατο της λατινικής accompaniare

Ρήμα[επεξεργασία]

acompanhar (pt)

  1. κάνω συντροφιά, παρέα
  2. συνοδεύω