aconselhável
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aconselável | aconseláveis |
aconselhável (pt)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aconselável | aconseláveis |
aconselhável (pt)