acquit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈkwɪt/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

acquit (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
acquit acquits


Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ki/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acquit (fr) αρσενικό

Pour acquit. Εξοφλήθηκε. (Μνεία με ημερομηνία και υπογραφή που φέρεται πάνω σε ένα έγγραφο σαν αναγνώριση πληρωμής.)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Par acquit de conscience. Για να έχει κάποιος ήσυχη τη συνείδησή του, για να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει.

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]