acrimonie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kʁi.mɔ.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acrimonie | acrimonies |
acrimonie (fr) θηλυκό
- η επιθετικότητα της διάθεσης κάποιου ατόμου