actif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
actif | actifs |
actif (fr) ουδέτερο
- το ενεργητικό
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | actif | actifs |
θηλυκό | active | actives |
actif (fr)