adaptateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adaptateur | adaptateurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adaptateur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) αξεσουάρ που επιτρέπει την προσαρμογή δύο στοιχείων
- (ειδικότερα) προσαρμοστής ηλεκτρικής πρίζας