adepto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adepto | adeptoj |
αιτιατική | adepton | adeptojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adepto (eo)
- ο οπαδός
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
adepto | adepti |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adepto (io)
- ο οπαδός