adjuvant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjuvant | adjuvants |
θηλυκό | adjuvante | adjuvantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
adjuvant (fr)
- (γενικότερα) βοηθητικός, πρόσθετος, βελτιωτικός, ενισχυτικός
- (ειδικότερα, φαρμακευτική) που αυξάνει, βελτιώνει τον αμυντικό μηχανισμό του οργανισμού·ανοσοδιεγερτικός, ανοσοενισχυτικός (συχνά ουσιαστικοποιημένο, στο ουδέτερο γένος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)