admitanco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | admitanco | admitancoj |
αιτιατική | admitancon | admitancojn |
admitanco (eo)
- (φυσική) η αγωγιμότητα