adosser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
adosser (fr)
- (μεταβατικό) ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο
- (pronominal: αντωνυμικό) ακουμπώ σε κάτι με την πλάτη μου