adultère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- adultère < παλαιά γαλλική adultere < λατινική adulterium < adulter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adultère | adultères |
adultère (fr) αρσενικό
- η μοιχεία
βλ. adulter