advokataĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | advokataĉo | advokataĉoj |
αιτιατική | advokataĉon | advokataĉojn |
advokataĉo (eo)
- δικηγοράκος, δικηγόρος χωρίς ταλέντο ή πελατεία
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- advokatacho στο H-sistemo
- advokatacxo στο X-sistemo