adwent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adwent (pl) αρσενικό
- η μικρή Σαρακοστή, η περίοδος της νηστείας πριν τα Χριστούγεννα
adwent (pl) αρσενικό