adyton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adyton (pl) αρσενικό

  • το άδυτο, τμήμα του ιερού των ναών