afecțiune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
afecțiune (ro) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του afecțiune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o afecțiune | afecțiunea | nişte afecțiuni | afecțiunile |
γενική | a unei afecțiuni | afecțiunii | a unor afecțiuni | afecțiunilor |
δοτική | a unei afecțiuni | afecțiunii | a unor afecțiuni | afecțiunilor |
αιτιατική | o afecțiune | afecțiunea | nişte afecțiuni | afecțiunile |
κλητική | — | - | — | - |