affair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
affair affairs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

affair (en)

  1. (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, τα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος ή πολιτικής σημασίας
    foreign affairs - εξωτερικές υποθέσεις
  2. (μετρήσιμο) η υπόθεση, ένα γεγονός
    Her party was not a big affair.
    Δεν ήταν και σπουδαία υπόθεση το πάρτι της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
  3. (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, θέματα που σχετίζονται με την ιδιωτική επιχείρηση και την οικονομική κατάσταση ενός ατόμου
    Don’t meddle in my affairs.
    Mην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου.
  4. (μόνο στον ενικό) η υπόθεση, κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνος κάποιος (και για το οποίο δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρονται άλλοι άνθρωποι)
    That is your affair, not mine.
    Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
     συνώνυμα:  business, job, matter και proposition
  5. ο δεσμός, η ερωτική σχέση
    He has had a love affair with her for two years.
    Έχει ερωτικό δεσμό μαζί της δυο χρόνια.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]