affectionnément
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- affectionnément < affectionné + -ment
Επίρρημα[επεξεργασία]
affectionnément (fr)
- (παρωχημένο) (σπάνιο) τρυφερά
affectionnément (fr)