affinage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affinage | affinages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
affinage (fr) αρσενικό
- η τελειοποίηση
- (γαστρονομία) η ωρίμανση των τυριών
- ο καθαρισμός, ο εξαγνισμός