affogato

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

affogato < affogare

Επίθετο[επεξεργασία]

affogato (it)

  1. (γαστρονομία) έχει την έννοια του "πνιχτό" ή "βουτηχτό"
  2. κίνηση στο σκάκι