affolement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- affolement < affoler
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affolement | affolements |
affolement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
affolement | affolements |
affolement (fr) αρσενικό