agencja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agencja | agencje |
γενική | agencji | agencji(/agencyj) |
δοτική | agencji | agencjom |
αιτιατική | agencję | agencje |
οργανική | agencją | agencjami |
τοπική | agencji | agencjach |
κλητική | agencjo | agencje |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
agencja (pl) θηλυκό