agression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

agression < (παλαιότερη γραφή) aggression < λατινική aggressio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɡʁɛ.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
agression agressions

agression (fr) θηλυκό

Une agression sexuelle. - Μία σεξουαλική επίθεση.

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη agresser