aguiche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aguiche | aguiches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aguiche (fr) θηλυκό
- (στη διαφήμιση) αίνιγμα που προκαλεί την προσοχή του κοινού στο οποίο δίνεται η απάντηση (συνήθως) μερικές μέρες αργότερα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη aguicher