ahead

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ahead < a- + head

Επίρρημα[επεξεργασία]

ahead (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μπροστά, είμαι πιο μπροστά στο χώρο ή στο χρόνο
    Step ahead please!
    Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
    He rushed/ran ahead.
    Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
    a little further ahead - λίγο πιο μπροστά
    Short people ahead and tall people behind.
    Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
    He is ahead and we are behind.
    Μπροστά αυτός και πίσω εμείς.
    Put it 5 minutes ahead.
    Βάλ' το 5 λεπτά μπροστά.
    Summer is ahead.
    Tο καλοκαίρι είναι μπροστά.
     συνώνυμα:  forward και in front

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]