ahmak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ahmak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική احمق (ahmaq)< αραβική أَحْمَق (ʾaḥmaq, ανόητος)
Επίθετο[επεξεργασία]
ahmak (tr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ahmak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν