aiguilleur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aiguilleur (fr)

  1. o κλειδούχος σιδηροδρομικού σταθμού
  2. o ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.

Συγγενικά[επεξεργασία]

aiguille, aiguiller