airway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
airway | airways |
airway (en)
- (ανατομία) η τραχεία
- (αεροπορικός όρος) ο αεροδιάδρομος