aktivulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktivulo | aktivuloj |
αιτιατική | aktivulon | aktivulojn |
aktivulo (eo)
- δραστήριο μέλος, ακτιβιστής