aktualaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktualaĵo | aktualaĵoj |
αιτιατική | aktualaĵon | aktualaĵojn |
aktualaĵo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- aktualajho στο H-sistemo
- aktualajxo στο X-sistemo