aléser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

aléser (fr)

  1. (τεχνολογία) εξομαλύνω την εσωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου που υπέστη διάτρηση
  2. (κατ’ επέκταση) αυξάνω την διάμετρο ενός σωλήνα