alcedo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alcedo | alcedoj |
αιτιατική | alcedon | alcedojn |
alcedo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alcedo | alcedoj |
αιτιατική | alcedon | alcedojn |
alcedo (eo)