alias
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alias | aliases |
alias (en)
- (πληροφορική) ψευδώνυμο, που χρησιμοποιείται ως συντομογραφία
- This query uses table aliases (
l
for thealbums
table andr
forartists
table) to shorten the query[1]
- This query uses table aliases (
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | alias |
γ΄ ενικό ενεστώτα | aliases |
αόριστος | aliased |
παθητική μετοχή | aliased |
ενεργητική μετοχή | aliasing |
alias (en)
- (πληροφορική) δίνω ένα επιπλέον όνομα σε μια οντότητα, που συνήθως είναι πιο ευανάγνωστο και αναγνωρίσιμο για να το διαχειριστεί ένας χρήστης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- alias στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (Αγγλικά) SQLite Join, πρόσβαση:2020-01-16
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
alias (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alias | alias |
alias (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- alias στη γαλλική Βικιπαίδεια